μάνταλα

μάνταλα
Μυστικιστικό διάγραμμα, το οποίο χρησιμοποιείται από πολλές ινδουιστικές και βουδιστικές αιρέσεις και συμβολίζει ένα ιδιαίτερο επίπεδο συνείδησης, στο οποίο αναφέρονται οι διδασκαλίες ενός τάντρα. Η σανσκριτική λέξη μ. σημαίνει κύκλος. Η μ. αποτελείται συνήθως από ένα τετράγωνο ή έναν κύκλο στον οποίο απεικονίζεται η θεότητα σύμβολο του επιπέδου εκείνου συνείδησης, μερικές φορές με το σάκτι του. Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και στα διάμεσά τους απεικονίζονται άλλες 4 ή 8 θεότητες, που εκπορεύονται από την κεντρική θεότητα και αντιπροσωπεύουν τις κυριότερες δυνάμεις εκδήλωσης. Τέσσερις πόρτες, τις οποίες επιβλέπουν ισάριθμες τρομερές θεότητες, συμβολίζουν την προσπέλαση στην υπέρτατη αλήθεια, απαγορευμένη στους μη μυημένους. Ο περιγεγραμμένος κύκλος συμβολίζει τη σφαίρα της κοσμικής ελευθερίας. Η μ. χρησιμοποιείται όχι μόνο ως σύμβολο της διδασκαλίας, αλλά και για να εισάγει σε έκσταση τους οπαδούς της, μέσω του στοχασμού και της μελέτης, που συνοδεύονται από την ανακάλυψη (τζάπα) των μάντρα. Το μυστικιστικό σχήμα της μ. βρίσκεται υλοποιημένο στα σχέδια πολλών θρησκευτικών οικοδομημάτων. Μαντάλα της ινδουιστικής θεότητας Σαμβάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • άντζαλα — τα 1.ασήμαντα πράγματα 2.φρ. «άντζαλα, μάνταλα, σάνταλα» …   Dictionary of Greek

  • γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… …   Dictionary of Greek

  • διπλομανταλώνω — (Μ διπλομανταλώνω) 1. κλειδώνω με διπλά μάνταλα, ασφαλίζω 2. περιορίζω αυστηρά …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”